- τετρακινητήριος
- α, ο четырёхмоторный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετρακινητήριος — α, ο, Ν ο εφοδιασμένος με τέσσερεις κινητήρες («τετρακινητήριο αεροπλάνο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κινητήρας + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
τετρακινητήριος — α, ο αυτός που κινείται από τέσσερις κινητήρες που έχει: Τετρακινητήριο αεροπλάνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek